- Λυδοῖσι
- Λῡδοῖσι , Λυδόςa Lydianmasc dat pl (epic ionic aeolic)Λυδόςa Lydianmasc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CARES — I. CARES Statuarius nobilis, Lysippi discipulus. II. CARES fil. habuit Caryassum, qui Cari urbi nomen dedit. Steph. III. CARES pluralis numeri, populi sub Minoe fuerunt, et tunc Leleges dicebantur, et insulas habitabant, sed suâ ditione parum… … Hofmann J. Lexicon universale
Λυδός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Λυδίας. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από αυτόν, ενώ ονομαζόταν μέχρι τότε Μαιονία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε πριν από τη δυναστεία των Ηρακλειδών, ενώ ο Στράβων αναφέρει ότι ο Λ … Dictionary of Greek
κάθαρση — η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) [καθαίρω] 1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῑσι Λυδοῑσι καὶ τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.) 2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου… … Dictionary of Greek
προσεπικτώμαι — άομαι, ΜΑ αποκτώ κάτι επιπροσθέτως («προσεπικτῶμαι τιμήν», Ιώσ.) αρχ. προστίθεμαι επί πλέον («προσεπικτωμένου Κροίσου Λυδοῑσι [τινάς]»>, Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπικτῶμαι «αποκτώ»] … Dictionary of Greek
υποκρίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποκρίνω ΜΑ [κρίνω, ομαι] 1. παριστάνω πρόσωπο σε θεατρικό έργο, υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους πολλάκις μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», Δημοσθ.) 2. προσποιούμαι (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει τίποτε» β. «μηδὲ… … Dictionary of Greek